- ὑπερέκχυσις
- ὑπερέκ-χῠσις, εως, ἡ,A overflowing, of the Nile, Hld.1.5; of the sea, Plu.2.731c (pl.); κοιλίας Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερέκχυσις — overflowing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερέκχυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπερεκχέω] 1. (για τον Νείλο και για τη θάλασσα) πλημμύρα 2. μτφ. υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek
ὑπερεκχύσεις — ὑπερέκχυσις overflowing fem nom/voc pl (attic epic) ὑπερέκχυσις overflowing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεκχύσεσι — ὑπερέκχυσις overflowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)